- ἁμαρτάνουσι
- ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁμαρτάνουσ' — ἁμαρτάνουσα , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἁμαρτάνουσι , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁμαρτάνουσι , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd pl (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
συναισθάνομαι — ΝΜΑ, και συναίσθομαι Α 1. συμμερίζομαι τα συναισθήματα κάποιου, έχω κι εγώ το ίδιο συναίσθημα (α. «συναισθάνομαι τον πόνο σου» β. «συναισθάνεσθαι καὶ συναλγεῑν ἀλλήλοις», Πλούτ.) 2. έχω πλήρη συνείδηση ενός πράγματος, εννοώ κάτι με όλη του τη… … Dictionary of Greek